- απολαυστος
- ἀπολαυστός3могущий дать наслаждение Plut., Epicur. ap. Diog.L.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απολαυστός — ἀπολαυστός, ή, όν (Α) εκείνος που τον απολαμβάνει ή που είναι δυνατόν να τον απολαύσει κάποιος … Dictionary of Greek
ἀπολαυστόν — ἀπολαυστός enjoyed masc/fem acc sg ἀπολαυστός enjoyed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολαυστῶν — ἀπολαυστός enjoyed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)